-
1 μέσα
μέσᾱ, μέσηmese: fem nom /voc /acc dualμέσᾱ, μέσηmese: fem nom /voc sg (doric aeolic)μέσᾱ, μέσηςa wind between: masc nom /voc /acc dualμέσηςa wind between: masc voc sgμέσᾱ, μέσηςa wind between: masc gen sg (doric aeolic)μέσηςa wind between: masc nom sg (epic)μέσοςb: neut nom /voc /acc plμέσᾱ, μέσοςb: fem nom /voc /acc dualμέσᾱ, μέσοςb: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————μέσαι, μέσηmese: fem nom /voc plμέσᾱͅ, μέσηmese: fem dat sg (doric aeolic)μέσαι, μέσηςa wind between: masc nom /voc plμέσᾱͅ, μέσηςa wind between: masc dat sg (doric aeolic)μέσαι, μέσοςb: fem nom /voc plμέσᾱͅ, μέσοςb: fem dat sg (doric aeolic) -
2 μέσα
μες (μεσ' перед σ) 1. επίρρ.1) внутрь; внутри;πολύ μέσα — в глубине;
είναι μέσα ο πατέρας σου; — отец дома?;
τώχω μεσ' στο συρτάρι το βιβλίο книга в ящике стола;περάστε μέσα, παρακαλώ — входите, прошу вас;
έλα (ελατέ) μέσα — войди (входите);
2):από μέσα — или μέσα από — а) изнутри, из;
ο λαγός πετάχτηκε μέσα από τούς θάμνους — заяц выскочил из кустов; — б) под, внутри;
μέσα από το πουκάμισο φορώ φανέλλα — под рубашкой я ношу майку; — в) сквозь, через;
πέρασε μέσα από το δάσος — он прошёл через лес;
3) в (самый) разгар;ήρθε μεσ' στο μεσημέρι он пришёл в самый полдень; μεσ' στη ζέστη в самую жару; μεσ' στην καρδιά τού χειμώνα в разгар зимы; έτρεχε μεσ' στη βροχή он бегал под дождём; 4):από μέσα μου — про себя;
μιλώ (λέγω) από μέσα μου — разговаривать (говорить) про себя;
τό σκέφθηκα από μέσα μου — я подумал (об этом) про себя;
§ μέσα σ' όλα τ' αλλά — в довершение всего;
σε δυό μέρες πέθανε — за два дня; — он умер;μου πονούν τα μέσα μου — у меня всё внутри болит;
τό κρατώ μέσα μου — я храню это в тайне;
έχει το διάβολο μέσα του — в нём чёрт сидит; — он хитрый, ловкий или способный как чёрт;
τώχεν μέσα του να γκρινιάζει — он нытик по природе;
μπαίνω μέσα — а) нести убытки; — б) проигрывать в карты;
τον βάλανε μέσα — а) его посадили (в тюрьму); — б) его ободрали как липку; — е) он проигрался;
είναι στα μέσα και στα όξω — у него везде своя рука, свои люди;
τον έχουν στα μέσα και στα όξω — к нему питают полное доверие;
2. (ο, η, τό) то, что находится внутри;η μέσα μεριά — внутренняя сторона;
τό μέσα μέρος — внутренняя часть
-
3 μέσᾳ
Βλ. λ. μέσα -
4 μέσα
[мэса] εκίρ. внутри,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μέσα
-
5 μέσα
[мэса] επίρ внутри. -
6 μέσα
1) à2) sous -
7 μέσα
w przyim. -
8 μέσα
1) na2) v -
9 μέσα
1) inside2) withinΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μέσα
-
10 μεσά-στυλον
μεσά-στυλον, τό, = μεσόστυλον, Erkl. von μεσόδμαι, Schol. Od. 19, 36. Auch μεσαστύλιον, vgl. Lob. zu Phryn. 195.
-
11 μέσα (πχ. του μηνός)
cрединатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέσα (πχ. του μηνός)
-
12 μέσα απο την οποία
низ коjаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέσα απο την οποία
-
13 μέσα ενημέρωσης
глаcилаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέσα ενημέρωσης
-
14 Από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
– Άλλο είν' η θωριά κι άλλο είν' η καρδιά– Προβάτου πρόσωπο και λύκου καρδιά• Поглядишь – картина, а разглядишь -скотина• Лицом хорош, да душой непригож• Личиком гладок, да делами гадок• Сверху ясно, снизу грязно• Снаружи мил, а в середке гнил• Собой красива, да душой трухляваИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
-
15 Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα
– Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα– Δεν σου δίνει ούτε σκοινί να κρεμαστείς• Зимой снега не выпросишьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αβγό αν πάρεις απ' αυτόν, κροκό δεν βρίσκεις μέσα
-
16 Στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχερώνα
– Ψύλλους στ' άχυρα γυρεύω• Искать иголку в стоге сенаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στραβός βελόνα γύρευε μέσα στον αχερώνα
-
17 Όποιος σκάβει το λάκκο αλλουνού, πέφτει μέσα ο ίδιος
• Не рой другому яму: сам в нее упадешьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος σκάβει το λάκκο αλλουνού, πέφτει μέσα ο ίδιος
-
18 Απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
С лица – кукла, а внутри – чума• Бросить взгляд – картина, а разглядишь – скотинаИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα
-
19 Οταν η φτώχια μπαίνει μέσα από την πόρτα, η αγάπη βγαίνει έξω απ' το παράθυρο
• Когда бедность входит в дверь, любовь выходит через окноИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Οταν η φτώχια μπαίνει μέσα από την πόρτα, η αγάπη βγαίνει έξω απ' το παράθυρο
-
20 Το έξω τ' αβγού και το μέσα της ελιάς
• На те, небоже ( убоже), что нам негожеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το έξω τ' αβγού και το μέσα της ελιάς
См. также в других словарях:
μέσα — μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc/acc dual μέσᾱ , μέση mese fem nom/voc sg (doric aeolic) μέσᾱ , μέσης a wind between masc nom/voc/acc dual μέσης a wind between masc voc sg μέσᾱ , μέσης a wind between masc gen sg (doric aeolic) μέσης a wind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
μέσα — (μέσ από, μες στο), επίρρ. τοπ. 1. όχι έξω, στο εσωτερικό, εντός: Έκρυψε τα κοσμήματα μέσα στο συρτάρι. 2. φρ., «Τον βάλανε μέσα», τον βάλανε στη φυλακή ή τον ζημίωσαν αρκετά· «Είμαι στα μέσα και στα έξω», βρίσκομαι παντού, έχω προσβάσεις και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέσᾳ — μέσαι , μέση mese fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέση mese fem dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσης a wind between masc nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσης a wind between masc dat sg (doric aeolic) μέσαι , μέσος b fem nom/voc pl μέσᾱͅ , μέσος b fem dat sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέσα Απίδι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 51 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σητείας του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Β του όρμου Μακρυγιαλός. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λεύκης … Dictionary of Greek
Μέσα Βουκολιές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 29 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βουκολίων … Dictionary of Greek
Μέσα Βουνί — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 72 κάτ.) της Άνδρου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νησιού, ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορθίου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Δίδυμα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 189 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, στα Μαστιχοχώρια, 15 χλμ. ΝΔ της πρωτεύουσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου … Dictionary of Greek
Μέσα Κατοικίες — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 102 κάτ.) της Σαντορίνης. Βρίσκεται στο κέντρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θήρας του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μέσα Λασιθάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 34 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek
Μέσα Λασίθι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 870 μ., 164 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 40 χλμ. ΝΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου … Dictionary of Greek